- πετεινολαλιά
- η петушиное пение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πετεινολαλιά — η, Ν το να βγάζει η κότα λαλιά πετεινού, που θεωρείται κακός οιωνός … Dictionary of Greek